terne1 [tɛʀn] ΟΥΣ αρσ
2. terne ΗΛΕΚ:
- terne
- Drehstromleitung θηλ
terne2 [tɛʀn] ΕΠΊΘ
1. terne:
2. terne (monotone):
- terne vie, conversation
-
- terne journée
-
- terne style
-
- terne personne
-
terne ΕΠΊΘ
- terne (activité)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.