Konsequenz <-, -en> [kɔnzeˈkvɛnts] ΟΥΣ θηλ
1. Konsequenz (Folge):
2. Konsequenz (Folgerung):
-  aus etw die Konsequenzen ziehen
-  
3. Konsequenz χωρίς πλ (Folgerichtigkeit):
-  Konsequenz
-  cohérence θηλ
4. Konsequenz χωρίς πλ (Unbeirrbarkeit):
-  Konsequenz
-  détermination θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
