Haushalt <-[e]s, -e> [ˈhaʊshalt] ΟΥΣ αρσ
1. Haushalt (Familie, Personengruppe):
2. Haushalt (das Haushalten, Wirtschaften):
3. Haushalt (Etat):
EG-Haushalt [eːˈgeː-] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
EU-Haushalt [eːˈʔuː-] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.