Beteiligung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beteiligung χωρίς πλ (Teilnahme):
2. Beteiligung ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ, ΕΜΠΌΡ:
-  Beteiligung (Anteil)
-  participation θηλ
-  Beteiligung am Betriebsvermögen
-  
-  stille/mittelbare/gegenseitige Beteiligung
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
