Aufsichtführende(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ
aufsichtführendπαλαιότ
aufsichtführend → Aufsicht 1
Aufsicht <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Aufsicht χωρίς πλ (Überwachung):
2. Aufsicht (Person):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aufsehen
- aufsehenerregend
- Aufseher
- aufsein
- aufseiten
- Aufsichtführende Aufsichtführender
- aufsichtlos
- Aufsichtsbehörde
- Aufsichtsgremium
- Aufsichtsklage
- Aufsichtspersonal