äußere(r, s) ΕΠΊΘ
1. äußere(r, s) (außerhalb gelegen):
2. äußere(r, s) (von außen kommend):
3. äußere(r, s) (auswärtig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.