ÜberschussΜΟ ΟΥΣ αρσ a. ΕΜΠΌΡ
- Überschuss
- excédent αρσ
- ein Überschuss an Arbeitskräften
-
- buchmäßiger Überschuss ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- einen Überschuss erwirtschaften
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.