I. zö·ger·lich [ˈtsø:gɐlɪç] ΕΠΊΘ (zaudernd)
- zögerlich
-
II. zö·ger·lich [ˈtsø:gɐlɪç] ΕΠΊΡΡ
- zögerlich
-
-
- zögerlich
-
- zögerlich
- hesitantly act
- zögerlich
-
- zögerlich
- faltering words
- zögerlich
-
- zögerlich
- hesitant reaction, answer, smile
- zögerlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.