schwär·me·risch ΕΠΊΘ
- schwärmerisch
-
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
-
- schwärmerisch
- quixotic personality
- schwärmerisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.