στο λεξικό PONS
markt·gän·gig ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ
- marktgängig
-
-
- marktgängig
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
marktgängig ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ
- marktgängig (auf dem freien Markt zugänglich)
-
-
- marktgängig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.