στο λεξικό PONS
I. kon·ti·nu·ier·lich [kɔntinuˈi:ɐ̯lɪç] ΕΠΊΘ τυπικ
- kontinuierlich
-
- kontinuierlich
-
II. kon·ti·nu·ier·lich [kɔntinuˈi:ɐ̯lɪç] ΕΠΊΡΡ τυπικ
- kontinuierlich
-
- kontinuierlich
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.