I. idyl·lisch [iˈdʏlɪʃ] ΕΠΊΘ
1. idyllisch (einem Idyll gemäß):
II. idyl·lisch [iˈdʏlɪʃ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.