στο λεξικό PONS
Ho·mo <-s, -s> [ˈho:mo] ΟΥΣ αρσ meist μειωτ αργκ
- Homo
- homo οικ
Ho·mo oe·co·no·mi·cus <-> [ˈho:mo økoˈno:mikʊs] ΟΥΣ αρσ kein πλ ΦΙΛΟΣ
- Homo oeconomicus
- homo economicus
- homo
- Homo αρσ <-s, -s> meist μειωτ αργκ
- homo
- homo αργκ
- homo
- Homo- sl
-
- Homo αρσ <-s, -s> meist μειωτ αργκ
-
- Homo αρσ <-s, -s> meist μειωτ αργκ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.