I. gotts·er·bärm·lich [ˈgɔtsʔɛɐ̯ˈɛrmlɪç] ΕΠΊΘ εμφατ οικ
II. gotts·er·bärm·lich [ˈgɔtsʔɛɐ̯ˈɛrmlɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Gottheit
- Götti
- Göttin
- göttlich
- Göttliche Prinzipien
- gottserbärmliche
- Gottvater
- gottverdammt
- gottverlassen
- Gottvertrauen
- Götze