fa·schis·tisch [faˈʃɪstɪʃ] ΕΠΊΘ ΠΟΛΙΤ, ΙΣΤΟΡΊΑ
1. faschistisch (den Faschismus betreffend):
2. faschistisch μειωτ (vom Faschismus geprägt):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.