ein·ge·bo·ren1 [ˈaingəbo:rən] ΕΠΊΘ μειωτ (einheimisch)
Ein·ge·bo·re·ne(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ μειωτ (Angehörige(r) der indigenen Bevölkerung)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.