I. do·ku·men·ta·risch [dokumɛnˈta:rɪʃ] ΕΠΊΘ
II. do·ku·men·ta·risch [dokumɛnˈta:rɪʃ] ΕΠΊΡΡ (mit Dokumenten)
-
- dokumentarische Beweise
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.