

bür·ger·lich [ˈbʏrgɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. bürgerlich προσδιορ (den Staatsbürger betreffend):
2. bürgerlich a. μειωτ (dem Bürgerstand angehörend):
-
- bourgeois a. μειωτ
bür·ger·lich-recht·lich ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ ΝΟΜ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.