στο λεξικό PONS
um·satz·stark ΕΠΊΘ
umsatzstark Unternehmen:
Ab·satz·stei·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Ab·satz·sto·ckung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Ab·satz·schutz <-es, ohne pl> ΟΥΣ αρσ Η/Υ
Ab·satz·schie·ne ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Um·satz·sta·tis·tik <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Absatzsteigerung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
hebelstarkes Finanzinstitut phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.