στο λεξικό PONS
Voll·machts·in·dos·sa·ment <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
- Vollmachtsindossament
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vollmachtsindossament ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Vollmachtsindossament (Indossament mit dem Vermerk einer Bevollmächtigung ohne sachenrechtliche Übereignung des Wechsels)
-
-
- Vollmachtsindossament ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.