στο λεξικό PONS
Un·ter·neh·mer(in) <-s, -> [ʊntɐˈne:mɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Unternehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Unternehmer-
-
- Unternehmer αρσ <-s, ->
-
- Unternehmer(innen) αρσ πλ (θηλ) <-s, ->
-
- Unternehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Unternehmer ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Unternehmer
-
Unternehmerin ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Unternehmer αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- privater/selbständiger Unternehmer