στο λεξικό PONS
Steu·er·er·leich·te·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Steuererleichterung
-
- Steuererleichterung für kinderreiche Familien
-
- Steuererleichterung für gewerbliche Unternehmen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Steuererleichterung für kinderreiche Familien
- Steuererleichterung für gewerbliche Unternehmen