

Ste·ri·li·tät <-> [ʃteriliˈtɛ:t, st-] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Sterilität (Keimfreiheit):
- Sterilität
- sterility no άρθ, no πλ
2. Sterilität (Unfruchtbarkeit):
- Sterilität
- infertility no άρθ, no πλ
- Sterilität
- sterility no άρθ, no πλ


-
- Sterilität θηλ <-> ειδικ ορολ
-
- Sterilität θηλ <-> τυπικ
- barrenness of a plant, soil
- Sterilität θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.