Roh·heit <-, -en> [ˈro:hait] ΟΥΣ θηλ
2. Rohheit kein πλ (Rauheit):
- Rohheit
- coarseness no άρθ, no πλ
- von gefühlloser Rohheit sein
-
-
- Rohheit θηλ <-, -en>
-
- Rohheit θηλ <-, -en>
-
- viehische Rohheit
-
- Rohheit θηλ <-, -en>
-
- Rohheit θηλ <-, -en>
-
- Rohheit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- von gefühlloser Rohheit sein