στο λεξικό PONS
Rei·se·scheck <-s, -s> ΟΥΣ αρσ ΤΟΥΡΙΣΜ
1. Reisescheck (bargeldloses Zahlungsmittel):
- Reisescheck
-
- Reisescheck
-
2. Reisescheck ιστ (Berechtigung zu einer Ferienreise):
- Reisescheck
-
-
- Reisescheck αρσ <-s, -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Reisescheck ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- Reisescheck
-
-
- Reisescheck αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.