στο λεξικό PONS
Re·ha·bi·li·tie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Rehabilitierung → Rehabilitation
Re·ha·bi·li·ta·ti·on <-, -en> [rehabilitaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Rehabilitation ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
2. Rehabilitation τυπικ:
-
- Rehabilitierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rehabilitierung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Rehabilitierung
-
-
- Rehabilitierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.