Rau·heit <-> [ˈrauhait] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Rauheit (Sprödigkeit):
- Rauheit
- roughness no πλ
2. Rauheit (Unwirtlichkeit):
-
- Rauheit θηλ <->
-
- Rauheit θηλ <->
- inclemency of weather
- Rauheit θηλ <-> kein pl
- coarseness of cloth
- Rauheit θηλ <->
- abrasiveness of a surface
- Rauheit θηλ <->
-
- Rauheit θηλ <->
-
- Rauheit θηλ <->
-
- Rauheit θηλ <->
- harshness of fabric
- Rauheit θηλ <->
-
- Rauheit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.