-
- Pyjama αρσ <-s, -s>
-
- im Pyjama [o. Schlafanzug]
- pyjama
- Pyjama-
-
- Pyjama αρσ <-s, -s> CH, A
- nightclothes (pyjama)
- CH, A meist Pyjama αρσ o CH meist ουδ
- sleepers pl
- Pyjama αρσ <-s, -s> CH
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.