στο λεξικό PONS
Mar·kie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Markierung kein πλ (das Kennzeichnen):
- die Markierung einer S. γεν/von etw δοτ
- marking sth
2. Markierung (Kennzeichnung):
3. Markierung Η/Υ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Markierung (von Tieren)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Markierung ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- die Markierung einer S. γεν/von etw δοτ
- marking sth