στο λεξικό PONS
hy·brid1 <-er, -este> [hyˈbri:t] ΕΠΊΘ
1. hybrid ΒΙΟΛ (zwitterhaft):
- hybrid
- hybrid
- hybrid
-
2. hybrid ΓΛΩΣΣ:
- hybrid
- hybrid
3. hybrid Η/Υ (analog und digital):
- hybrid
- hybrid
hy·brid2 <-er, -este> [hyˈbri:t] ΕΠΊΘ τυπικ (überheblich)
- hybrid
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
hybrid ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- hybrid (heterogen, z. B. Kapitalinstrument)
- hybrid
- hybrid (heterogen, z. B. Kapitalinstrument)
- hybrid
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.