στο λεξικό PONS
Haus·sier <-s, -s> [(h)oˈsi̯e:] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Haussier
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Haussier ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Haussier (Bezeichnung für einen auf einen längerfristig anhaltenden, positiven Börsentrend setzenden Anleger)
-
-
- Haussier αρσ
-
- Haussier αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.