στο λεξικό PONS
Fir·men·ein·satz ΟΥΣ αρσ
1. Firmeneinsatz (Einsatz einer Firma):
2. Firmeneinsatz (Einsatz von Geräten in einer Firma):
Fir·men·ein·tra·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Fir·men·er·werb ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Fir·men·ein·druck ΟΥΣ αρσ
Fir·men·ei·gen·tum ΟΥΣ ουδ
fir·men·ei·gen ΕΠΊΘ
-
- company προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kleinfirmeneffekt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Firmeneigentum ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.