στο λεξικό PONS
Chi·ne·se (Chi·ne·sin) <-n, -n> [çiˈne:zə, -ˈne:zɪn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Chinese (Chi·ne·sin)
- Chinese [person]
-
- Chinese αρσ <-n, -n> οικ
- Chinese
- Chinese(Chinesin) αρσ (θηλ) <-n, -n>
- Chinese wall
- Chinese Wall θηλ (räumliche Trennung versch. Finanzabteilungen zur Vermeidung von Insidergeschäften)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Chinese Walls
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Chinese wall
- Chinese Wall θηλ (räumliche Trennung versch. Finanzabteilungen zur Vermeidung von Insidergeschäften)