στο λεξικό PONS
Be·herr·schungs·ver·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
- Beherrschungsvertrag
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Beherrschungsvertrag ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Beherrschungsvertrag (bei Konsolidierungen)
-
-
- Beherrschungsvertrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.