vain(e) [vɛ͂, vɛn] ΕΠΊΘ
1. vain (inutile):
3. vain λογοτεχνικό (illusoire):
- vain(e) plaisirs, gloire
- eitel τυπικ
5. vain postposé λογοτεχνικό (fat):
- vain(e) personne
-
ιδιωτισμοί:
- en vain (inutilement)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.