unilatéral(e) <-aux> [ynilateʀal, o] ΕΠΊΘ
- unilatéral(e) désistement, jugement
-
- unilatéral(e) contrat, convention, garantie
-
- unilatéral(e) contrat, convention, garantie
- unilateral ειδικ ορολ
- stationnement unilatéral
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.