bilatéral(e) <-aux> [bilateʀal, o] ΕΠΊΘ
1. bilatéral (des deux côtés):
- bilatéral(e)
-
2. bilatéral ΙΑΤΡ:
- bilatéral(e)
-
3. bilatéral ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
- bilatéral(e) accord
-
- bilatéral(e) accord
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.