I. sommaire [sɔmɛʀ] ΕΠΊΘ
1. sommaire (court):
2. sommaire (élémentaire, rapide):
3. sommaire:
-
- Grobstruktur θηλ
4. sommaire (expéditif):
II. sommaire [sɔmɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. sommaire (table des matières):
2. sommaire (résumé):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.