sollicitation [sɔlisitasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. sollicitation συνήθ πλ:
2. sollicitation συνήθ πλ τυπικ (tentation):
3. sollicitation (action exercée sur qc):
sollicitation ΟΥΣ
- les sollicitations θηλ πλ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- soliloque
- soliloquer
- solin
- solin de calage
- soliste
- sollicitations
- solliciter
- solliciteur
- sollicitude
- solo
- sol-sol