rigoureusement [ʀiguʀøzmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
2. rigoureusement (précisément):
3. rigoureusement (absolument):
- rigoureusement exact
-
- rigoureusement interdit
-
- rigoureusement authentique
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.