psyché [psiʃe] ΟΥΣ θηλ
1. psyché (miroir):
2. psyché ΦΙΛΟΣ:
-
- Seelenleben ουδ
psychose [psikoz] ΟΥΣ θηλ
2. psychose (obsession collective):
psy <psys> [psi] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ
psy συντομογραφία: psychanalyste, psychiatre, psychologue
I. psychologue [psikolɔg] ΕΠΊΘ
II. psychologue [psikolɔg] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychiatre [psikjatʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychanalyste [psikanalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.