I. profond [pʀɔfɔ͂] ΟΥΣ αρσ λογοτεχνικό (profondeur)
profond(e) [pʀɔfɔ͂, ɔ͂d] ΕΠΊΘ
1. profond (qui s'enfonce loin):
2. profond (très grand):
3. profond postposé (caché):
4. profond (↔ superficiel):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.