I. primitif (-ive) [pʀimitif, -iv] ΕΠΊΘ
1. primitif (originel):
2. primitif (initial) préoccupation, projet:
4. primitif (rudimentaire):
6. primitif ΓΛΩΣΣ:
7. primitif ΜΑΘ:
II. primitif (-ive) [pʀimitif, -iv] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. primitif ΤΈΧΝΗ:
2. primitif πλ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
III. primitif (-ive) [pʀimitif, -iv] ΟΥΣ θηλ ΜΑΘ
-  primitif (-ive)
-  Stammfunktion θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
