I. poseur (-euse) [pozœʀ, -øz] ΕΠΊΘ
- poseur (-euse)
-
- poseur (-euse)
-
II. poseur (-euse) [pozœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. poseur:
2. poseur (pédant):
- poseur (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.