nombreux (-euse) [nɔ͂bʀø, -øz] ΕΠΊΘ
- nombreux (-euse)
-
- nombreux (-euse) foule, clientèle
-
- nombreux (-euse) famille
-
- nombreux (-euse) famille
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.