manuscrit [manyskʀi] ΟΥΣ αρσ
1. manuscrit ΤΥΠΟΓΡ:
- manuscrit
- Manuskript ουδ
2. manuscrit (texte écrit à la main):
manuscrit(e) [manyskʀi, it] ΕΠΊΘ (écrit à la main)
- manuscrit(e)
-
- manuscrit(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.