I. médaillé(e) [medaje] ΕΠΊΘ
- médaillé(e) sportif
-
- médaillé(e) militaire
-
- médaillé(e) militaire
-
- médaillé(e) animal
-
médaille [medaj] ΟΥΣ θηλ
1. médaille:
2. médaille (décoration):
II. médaille [medaj]
-
- Goldmedaille θηλ
médailler ΡΉΜΑ
- médailler qn μεταβ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.