industrie θηλ
-
- Buchgewerbe ουδ
industrieux (-euse) [ɛ͂dystʀijø, -jøz] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- industrieux (-euse)
-
bio-industrie [bjoɛ͂dystʀi] ΟΥΣ θηλ
-
- Bioindustrie θηλ
préindustriel(le) [pʀeɛ͂dystʀijɛl] ΕΠΊΘ
industriel ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.