amicale [amikal] ΟΥΣ θηλ (association)
laminage [laminaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. laminage ΤΕΧΝΟΛ:
2. laminage (écrasement):
-
- Überrollen ουδ
amical(e) <-aux> [amikal, o] ΕΠΊΘ
1. amical:
2. amical ΑΘΛ:
inamical(e) <-aux> [inamikal, o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.