relève [ʀ(ə)lɛv] ΟΥΣ θηλ
relevé [ʀəl(ə)ve, ʀ(ə)ləve] ΟΥΣ αρσ
1. relevé ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
2. relevé (liste, facture détaillée):
élève [elɛv] ΟΥΣ αρσ θηλ ΣΧΟΛ, ΤΈΧΝΗ, ΦΙΛΟΣ
II. élève [elɛv]
enlevé(e) [ɑ͂lve] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.